αφελληνίζομαι

αφελληνίζομαι
(AM ἀφελληνίζομαι, Α και ἀφελληνίζω)
νεοελλ.
αποβάλλω ή χάνω τα ελληνικά μου χαρακτηριστικά, την ελληνική συνείδηση
μσν.
παύω να είμαι Έλλην, δηλαδή εθνικός, ειδωλολάτρης
αρχ.
(-ω) εξελληνίζω, εκπολιτίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”